ηλιθιότητα

ηλιθιότητα
η
1. περιορισμός στο ελάχιστο των πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου: Η ηλιθιότητα οφείλεται σε ελαττωματική λειτουργία ορισμένων κέντρων του εγκεφάλου.
2. ανόητη πράξη: Πρόσεξέ τον μην κάνει πάλι καμιά ηλιθιότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι …   Dictionary of Greek

  • ἠλιθιότητα — ἠλιθιότης folly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • αβελτερία — ἀβελτερία, η (Α) [ἀβέλτερος] 1. νωθρότητα, οκνηρία τής σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα 2. διαφθορά, πτώση …   Dictionary of Greek

  • ενεότης — ἐνεότης, η (Α) 1. η κατάσταση τού άλαλου 2. ηλιθιότητα, μωρία …   Dictionary of Greek

  • ηλοσύνη — ἠλοσύνη, αιολ. τ. ἀλοσύνα, ἡ (Α) [ηλεός) η ηλιθιότητα …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • λωλιά — η (Μ λωλιά και λωλία και λουλία) [λωλός] 1. ανοησία, τρέλα 2. βλακεία, ηλιθιότητα …   Dictionary of Greek

  • μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …   Dictionary of Greek

  • μαργιτεία — μαργιτεία, ἡ (Α) [μαργίτης] ηλιθιότητα («φοβοῡμαι γὰρ μὴ προσόφλωμεν ἀμύθητον μαργιτείαν», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”